ισχυρόδετος
From LSJ
Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn
ἰσχυρόδετος, -ον (Α)
δεμένος ισχυρά, δεμένος γερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αυτόδετος, λινόδετος].