ισόθρους

From LSJ

ἀλλ' οὐκ ἂν μαχέσαιτο· χέσαιτο γάρ, εἰ μαχέσαιτο → fighting is what she can't do, for if she should fight she would shit

Source

Greek Monolingual

ἰσόθρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που ηχεί με τον ίδιο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -θρους (< θροῦς), πρβλ. ηδύ-θρους, κακό-θρους].