ισόκαινος

From LSJ

μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling

Source

Greek Monolingual

ἰσόκαινος, -ον (Α)
ίσος με νέον, όμοιος με νέον, νέος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + καινός «νέος»].