μαλακίζομαι πρὸς τὸν θάνατον → meet death like a weakling
ἰσόκαινος, -ον (Α)ίσος με νέον, όμοιος με νέον, νέος.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + καινός «νέος»].