ιόστεπτος

Greek Monolingual

ἰόστεπτος, -ον (Α)
στεφανωμένος με ία, ιοστέφανος, ιοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴον + -στεπτος (< στέφω), πρβλ. εριόστεπτος, πιτύστεπτος].