κάδιον
From LSJ
English (LSJ)
[ᾰ], τό, Dim. of κάδος, IG11(2).287 A64 (Delos, iii B.C.), LXX 1 Ki.17.40;= ὑδρία (Salam.), Hsch. (pl.): κάδδιον Sch.D.T. p.195 H.:—also κάδιν, ἔλαιον καὶ κάδιν Abh.Berl.Akad.1925(5).31 (Cyrene, ii/iii A.D.).
German (Pape)
[Seite 1279] τό, dim. von κάδος, VLL.; καδίον ist falsche Accentuation.
Greek (Liddell-Scott)
κάδιον: τό, ὑποκορ. τοῦ κάδος, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. ΙΖ΄, 40)· κάδδιον Διον. Θρ. ἐν Bast. Γρηγ. 28.
Greek Monolingual
κάδιον και κάδδιον και κάδιν, τὸ (Α) κάδος
1. μικρός κάδος
2. (κατά τον Ησύχ.) (στους Σαλαμινίους) ὑδρία.