κάθειρξη
From LSJ
Μὴ πρὸς τὸ κέρδος πανταχοῦ πειρῶ βλέπειν → Noli perpetuo vertere oculos ad lucrum → Gewinnsucht habe nirgendwo allein im Blick
Greek Monolingual
η (AM κάθειρξις)
περιορισμός σε κάποιον χώρο, έγκλειση, φυλάκιση
νεοελλ.
η βαρύτερη από τις στερητικές της ελευθερίας ποινές, η οποία συνεπάγεται ισόβια ή πρόσκαιρη αποστέρηση τών πολιτικών δικαιωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθείργω (βλ. καθειργνύω)].