κάλλιφ'
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
German (Pape)
[Seite 1311] = κάλλιπε, d. i. κατέλιπε.
Greek Monotonic
κάλλιφ': δηλ. κάλλιπε, Επικ. αντί κατέλιπε· γʹ ενικ. αορ. βʹ του καταλείπω.