κέλευθα

From LSJ

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

French (Bailly abrégé)

τά, plur. irrég. de κέλευθος.

German (Pape)

τὰ, plur. poet. zu ἡ κέλευθος.

Russian (Dvoretsky)

κέλευθα: τά пути, дороги (θεῶν Hom.; ἀστέρων Eur.): κ. ἰχθυόεντα κ. Hom. рыбные, т. е. морские пути.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κέλευθα plur. van κέλευθος.