εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter
τά, plur. irrég. de κέλευθος.
τὰ, plur. poet. zu ἡ κέλευθος.
κέλευθα: τά пути, дороги (θεῶν Hom.; ἀστέρων Eur.): κ. ἰχθυόεντα κ. Hom. рыбные, т. е. морские пути.
κέλευθα plur. van κέλευθος.