κέντριον

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κέντριον Medium diacritics: κέντριον Low diacritics: κέντριον Capitals: ΚΕΝΤΡΙΟΝ
Transliteration A: kéntrion Transliteration B: kentrion Transliteration C: kentrion Beta Code: ke/ntrion

English (LSJ)

τό, a surgical instrument, called modern spelling of κέντιον, Gal.13.407; = βουκέντριον, Suid., cf. EM503.39.

Greek (Liddell-Scott)

κέντριον: (ὀρθότερ. κεντρίον), τό, ὑποκορ. τοῦ κέντρον, Φιλῆς 28· τὰ τῶν ἐρώτων κ. Θεόδ. Πρόδρ. ΙΙ. τὸ διὰ τῶν πτεονιστήρων κεντούμενον μέρος τοῦ ἵππου, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

κέντριον, τὸ (Α) κέντριον
1. χειρουργικό εργαλείο, αλλ. κέντιον
2. βούκεντρο.