κέστρο

From LSJ

ἐν γενείου ξυλλογῇ τριχώματος → in the first harvest of a beard, in early manhood

Source

Greek Monolingual

το (Α κέστρον) κεντώ
νεοελλ.
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικοτυλήδονων φυτών της οικογένειας σολανίδες
αρχ.
1. είδος αρωματικού φυτού («κέστρον, Ῥωμαϊστὶ δὲ βετονίκη», Γαλ.)
2. είδος σταχιού
3. οδοντωτό εργαλείο που χρησιμοποιείται στην εγκαυστική ζωγραφική.