κέχυμαι

From LSJ

Greek (Liddell-Scott)

κέχῠμαι: κέχῠτο, κέχυντο, ἴδε χέω.

English (Autenrieth)

see χέω.

Greek Monotonic

κέχῠμαι: Παθ. παρακ. του χέω.