καβειρικός

From LSJ

ἀνάγκᾳ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity (Simonides, fr. 37.1.29)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α καβειρικός, -ή, -όν, θηλ. και καβειριάς, -άδος) Κάβειροι
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Καβείρους.