καβούρι
From LSJ
Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau
Greek Monolingual
το
1. μικρός κάβουρας
2. γεν. κάβουρας
3. στον πληθ. τα καβούρια
α) τα υπολείμματα που απομένουν μετά την τήξη του χοινινού λίπους, αλλ. τσιγαρίδες
β) είδος σύκων που παρασκευάζονται με φούρνισμα
4. ναυτ. είδος ονυχάρθρωτης άγκυρας
5. φρ. «καβούρια έχει η τσέπη του» — είναι πολύ φιλάργυρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποκορ. του μτγν. κάβουρος].