καθάρβυλος
From LSJ
Χεὶρ χεῖρα νίπτει, δάκτυλοι δὲ δακτύλους → Digitum lavat digitus et manum manus → Die Finger waschen Finger, die Hand die andre Hand
English (LSJ)
v. κατάρβυλος.
Greek (Liddell-Scott)
καθάρβυλος: χλανίς· «ποδήρης ἕως τῶν ἀρβυλῶν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
καθάρβυλος, -ον (Α)
βλ. κατάρβυλος.