καθαρίως

From LSJ

ἀμείνω δ' αἴσιμα πάντα (Odyssey VII.310 / XV.71) → all things are better in moderation

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
proprement.
Étymologie: καθάριος.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθᾰρίως:
1 Xen. v. l. = καθαρείως;
2 отчетливо, ясно (κατόψεσθαι Polyb.).