καθαροπώλης

From LSJ

Βίος κέκληται δ' ὡς βίᾳ πορίζεται → Vi quia paratur vita, vita dicitur → Weil's auf gewaltsamem Streben beruht, heißt's Lebensgut

Menander, Monostichoi, 66

Greek Monolingual

καθαροπώλης, ὁ (Α)
αρτοποιός που πουλάει καθαρό, λευκό άρτο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καθαρός + -πώλης (< πωλῶ), πρβλ. ετοιμοπώλης, παντοπώλης.