καινολογώ

From LSJ

ἀλλὰ τῷ ὕψει τῶν θείων ἐντολῶν σου → but by the sublimity of thy divine commandments

Source

Greek Monolingual

καινολογῶ, -έω (Α) καινολόγος
1. μεταχειρίζομαι νέες φράσεις
2. λέω κάτι νέο.