καινοπράγημα
From LSJ
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
Greek (Liddell-Scott)
καινοπράγημα: τό, νεωτερισμός, Εὐστ. Πονημάτ. 296. 19.
Greek Monolingual
καινοπράγημα, τὸ (Μ) καινοπραγώ
νεωτερισμός, αλλαγή, μεταβολή.
German (Pape)
τό, = καινοπραγία, Eust.