καινοφωνώ

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97

Greek Monolingual

καινοφωνώ, -έω) καινόφωνος
μιλώ με ασυνήθιστο τρόπο, μεταχειρίζομαι νέες ή παράδοξες λέξεις ή εκφράσεις στην ομιλία μου.