Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

κακάο

From LSJ
Cicero, Tusculanarum Disputationum, I.45.109

Greek Monolingual

το
1. βρώσιμη ουσία που εξάγεται από τα σπέρματα του κακαόδεντρου
2. το αφέψημα που λαμβάνεται με τον βρασμό της σκόνης του κακάου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ισπ. cacao < ναχουάτλ. cacahuatl «σπόροι του κακάου». Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Σταύρο Σταθόπουλο].