κακομεταχειρίζομαι

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

1. μεταχειρίζομαι άσχημα κάποιον ή κάτι, φέρομαι σκληρά
2. φρ. «κακομεταχειρίζεται την αλήθεια» — διαστρεβλώνει την αλήθεια, ασεβεί προς την αλήθεια, ψεύδεται παραμορφώνοντας την πραγματικότητα.