κακοσυνηθίζω

From LSJ

γυναῖκα τίκτουσαν ἢ τιτρωσκομένην → woman in childbirth or miscarriage

Source

Greek Monolingual

1. (αμτβ.) αποκτώ κακές συνήθειες, κακομαθαίνω
2. (μτβ.) κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες.