κακομαθαίνω

From LSJ

Πονηρός ἐστι πᾶς ἀχάριστος ἄνθρωπος → Ingratus omnis homo non est, quin sit malus → Ein jeder Mensch, der Dankbarkeit nicht kennt, ist schlecht

Menander, Monostichoi, 456

Greek Monolingual

1. μαθαίνω κάτι κακώς, ατελώς
2. αποκτώ κακή συνήθεια, κακοσυνηθίζω
3. κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες («μην κακομαθαίνεις τα παιδιά»)
4. (μτχ. μέσ. παρακμ.) κακομαθημένος, -η, -ο
α) αυτός που έχει πάρει κακή ανατροφή, που έχει αποκτήσει κακές συνήθειες, ανάγωγος
β) μαλθακός.