κακοσυνηθίζω
From LSJ
Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → I hate the sage who is not wise for himself → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor
Greek Monolingual
1. (αμτβ.) αποκτώ κακές συνήθειες, κακομαθαίνω
2. (μτβ.) κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες.