κακοσυνηθίζω

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336

Greek Monolingual

1. (αμτβ.) αποκτώ κακές συνήθειες, κακομαθαίνω
2. (μτβ.) κάνω κάποιον να αποκτήσει κακές συνήθειες.