καλαθωτός

From LSJ

Ψυχῆς ἐπιμέλου τῆς σεαυτοῦ καθὰ δύνῃ → Animae tuae tu curam gere pro viribus → Um deine Seele mühe dich mit aller Kraft

Menander, Monostichoi, 551

Greek Monolingual

καλαθωτός, -ή, -όν (Α)
διακοσμημένος με γλυπτούς καλαθίσκους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαθος + κατάλ. -ωτός (πρβλ. ακανθωτός, δακτυλωτός)].