καλλίγραμμος

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

-η, -ο
1. (για σχήματα) αυτός που έχει ωραίες γραμμές, ωραίο περίγραμμα
2. (για ανθρώπους και κυρίως για γυναίκες) αυτός που έχει αρμονικές γραμμές, ωραία σωματική διάπλαση και ωραίες αναλογίες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -γραμμος (< γραμμή), πρβλ. ευθύ-γραμμος, καμπυλόγραμμος.