ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft
και κάλλια και κάλλιο (Μ κάλλια και καλλιά και καλλέα)
(συγκρ. βαθμός του επίρρ. καλά, από τον συγκρ. βαθμό του επιθ. κάλλιος)
1. καλύτερα
2. περισσότερο
3. φρ. α) «κάλλια έχω» — προτιμώ
β) «για (τα) καλλιά μου, σου, του» κλπ.
για το καλό μου, σου, του κ.λπ.