καμακάς

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source

Greek Monolingual

ο
καμακιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμάκι + κατάλ. -άς (πρβλ. τζαμάς, ψωμάς)].