τζαμάς

From LSJ

οὐ παντὸς ἀνδρὸς ἐς Κόρινθον ἔσθ' ὁ πλοῦς → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
τεχνίτης που κόβει και τοποθετεί τζάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατάς)].