τζαμάς

From LSJ

Σοφοῖς ὁμιλῶν καὐτὸς ἐκβήσῃ σοφός → Dat sapere consors vita cum sapientibus → Der Umgang macht mit Weisen weise dich auch selbst

Menander, Monostichoi, 475

Greek Monolingual

ο, Ν
τεχνίτης που κόβει και τοποθετεί τζάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τζάμι + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατάς)].