καμαράκι

From LSJ

πολλοὶ γάρ εἰσιν κλητοὶ ὀλίγοι δὲ ἐκλεκτοί → many are called, but few are chosen

Source

Greek Monolingual

το
1. (υποκορ. του κάμαρα) μικρό δωμάτιο, μικρή κάμαρα
2. ονομασία ενός είδους ελληνικής χειροποίητης δαντέλας.