καμαράκι

From LSJ

To χάρις ὑμῖν οὕτω τίθησιν κτλ. → Thus he writes joy to you all, etc. (Cramer's Catena on 1 Thessalonians 1.1)

Source

Greek Monolingual

το
1. (υποκορ. του κάμαρα) μικρό δωμάτιο, μικρή κάμαρα
2. ονομασία ενός είδους ελληνικής χειροποίητης δαντέλας.