καμπουριάζω
Greek Monolingual
καμπούρης
1. (αμτβ.) βγάζω στην πλάτη μου καμπούρα, γίνομαι καμπούρης, κυρτώνομαι («πρόσεχε να μην καμπουριάζεις όταν περπατάς»)
2. (μτβ.) κάνω κάτι κυρτό, κυρτώνω, λυγίζω, καμπυλώνω («μέ καμπούριασαν τα βάσανα»)
3. (η μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) καμπουριασμένος, -η, -ο
καμπούρης, κυρτός, λυγισμένος.