καμπύλοχος

English (LSJ)

[ῠ], ον, with curved carriage, κερκίδες, i.e. ploughs, Orph.Fr.33.

German (Pape)

[Seite 1319] mit gekrümmten Rädern, Orph. bei Ol. Al. Str. V p. 675, nach Lob. em. für καμπυλόχρως.

French (Bailly abrégé)

[ῠ] ον,
aux roues arrondies, ORPH. (CLÉM. 675).
Étymologie: καμπύλος, ὄχος.

Greek (Liddell-Scott)

καμπύλοχος: -ον, ἔχων καμπύλους τροχούς, ἐπὶ το ἀρότρου, Ὀρφ. παρὰ Κλή. Ἀλ. 675, ἐν τέλ. (κατὰ Λοβ. ἀντὶ τῆς ἡμαρτημένης γραφῆς καμπυλόχρως).

Greek Monolingual

καμπύλοχος, -ον (Α)
(για άροτρο) αυτός που έχει καμπύλους τροχούς, καμπυλότροχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καμπύλος + -οχος (< ὀχοῦμαι), πρβλ. νήοχος].