καπόνι

From LSJ

Ἔνιοι κακῶς φρονοῦσι πράττοντες καλῶς → Multi bonis in rebus haud sapiunt beneTrotz ihres Wohlergehens denken manche schlecht

Menander, Monostichoi, 163

Greek Monolingual

το (Μ καπόνιν)
ευνουχισμένος πετεινός
νεοελλ.
ναυτ. εξάρτημα του πλοίου που χρησιμεύει για ανάρτηση και στήριξη αντικειμένων, η επωτίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. cappone (< λατ. capo)].