καράφλα

From LSJ

κατὰ τὸ φιλόκαλον πειραθέντα κατανοῆσαι → see by working out the calculation

Source

Greek Monolingual

η
φαλάκρα, η απουσία τριχών από το κεφάλι, η γυμνότητα του κρανίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαλάκρα με αντιμετάθεση].