καρβουνιάζω
From LSJ
Οὐδείς, ὃ νοεῖς μὲν, οἶδεν, ὃ δέ ποιεῖς, βλέπει → Quid cogites, scit nemo; quid facias, patet → nicht weiß man, was du denkst, doch sieht man, was du tust
Greek Monolingual
κάρβουνο
1. μεταβάλλω κάτι σε κάρβουνο, απανθρακώνω
2. παρασκευάζω κάρβουνα
3. (αμτβ.) γίνομαι κάρβουνο.