Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καρμανιόλα

From LSJ

Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height

Diodorus Siculus, 4.61.7

Greek Monolingual

η
1. λαιμητόμος, γκιλοτίνα
2. ανώνυμο επαναστατικό άσμα που έψαλλαν οι Γάλλοι κατά τη Γαλλική Επανάσταση συνοδευόμενο από περιστροφικό επαναστατικό χορό
3. ενδυμασία που χρησιμοποιούσε ο λαός στη Γαλλία κατά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carmagnole (είδος ενδυμασίας) < ιταλ. τοπωνύμιο Carmagnola].