καρμανιόλα
From LSJ
Ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → For he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
Greek Monolingual
η
1. λαιμητόμος, γκιλοτίνα
2. ανώνυμο επαναστατικό άσμα που έψαλλαν οι Γάλλοι κατά τη Γαλλική Επανάσταση συνοδευόμενο από περιστροφικό επαναστατικό χορό
3. ενδυμασία που χρησιμοποιούσε ο λαός στη Γαλλία κατά την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. carmagnole (είδος ενδυμασίας) < ιταλ. τοπωνύμιο Carmagnola].