καρυοειδής
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
-ές
αυτός που μοιάζει στο σχήμα με καρύδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάρυον + -ειδής (πρβλ. γλωσσο-ειδής σπειρο-ειδής). Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].