καστέλι

From LSJ

αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)

Source

Greek Monolingual

το (Μ καστέλλιον και καστέλλιν και καστίλλιον)
μικρό φρούριο, κάστρο, οχυρός πύργος
νεοελλ.-μσν.
κώμη χτισμένη σε ύψωμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. castellum «κάστρο»].