ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
-η, -ο (Μ κατάμαυρος, -η, -ον)ολόμαυρος, εντελώς μαύρος («κατάμαυρος σαν πίσσα»).