κατάμαυρος

From LSJ

ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ κατάμαυρος, -η, -ον)
ολόμαυρος, εντελώς μαύροςκατάμαυρος σαν πίσσα»).