κατάρη

From LSJ

ὅτι χρὴ τοῦ μέλιτος ἄκρῳ δακτύλῳ, ἀλλὰ μὴ κοίλῃ χειρὶ γεύεσθαι → that honey should be tasted with the fingertip and not by the handful

Source

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
ion. c. κατάρα.

Russian (Dvoretsky)

κατάρη: ἡ ион. = κᾰτάρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάρη -ης, ἡ Ion. voor κατάρα.