κατάφωτος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
-η, -ο
γεμάτος φως, άπλετα φωτισμένος, ολόφωτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -φωτος (< φῶς, -φωτός), πρβλ. αυτόφωτος, διάφωτος].