κατέδραθον
From LSJ
ποίαν παρεξελθοῦσα δαιμόνων δίκην; (Sophocles, Antigone 921) → What law of the gods have I transgressed?
French (Bailly abrégé)
v. καταδαρθάνω.
Russian (Dvoretsky)
κατέδρᾰθον: эп. aor. 2 к καταδαρθάνω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατέδραθον ep. them. aor. van καταδαρθάνω.