κατίσχυση
From LSJ
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
Greek Monolingual
η
υπερίσχυση, υπερτέρηση, επιβολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατισχύω. Η λ., στον λόγιο τ. κατίσχυσις, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις].