καταδοκώ

From LSJ

τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion

Source

Greek Monolingual

καταδοκῶ, -έω (Α)
1. υποθέτω, υποψιάζομαι κάτι σε βάρος κάποιου
2. εικάζω
3. παθ. καταδοκοῦμαι, -έομαι
α) μέ υποψιάζονται
β) αναγνωρίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + δοκῶ «νομίζω»].