καταθεώμαι

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

καταθεῶμαι, -άομαι (Α)
1. κατοπτεύω, βλέπω, παρατηρώ από ψηλό τόπο προς τα κάτω
2. παρατηρώ προσεκτικά
3. εξετάζω, μελετώ
4. λογαριάζω με τον νου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + θεῶμαι «βλέπω, παρατηρώ» (< θέα)].