κατανασκύλλω

From LSJ

τὴν πολιὴν καλέω Νέμεσιν πόθου, ὅττι δικάζει ἔννομα ταῖς σοβαραῖς θᾶσσον ἐπερχομένη → I call gray hairs the Nemesis of love, because they judge justly, coming sooner to the proud

Source

German (Pape)

[Seite 1365] belästigen, Aesop. 293, l. d.

French (Bailly abrégé)

vexer, tourmenter.
Étymologie: κατά, ἀνά, σκύλλω.

Greek (Liddell-Scott)

κατανασκύλλω: πολὺ ἐνοχλῶ, ἐσφ. γραφ. παρ’ Αἰσώπ. ἀντὶ καταβόσκω.

Russian (Dvoretsky)

κατανασκύλλω: надоедать, мучить (Aesop. - v. l. καταβόσκω).