καταπεπτηώς

From LSJ

Τίμα τὸ γῆρας, οὐ γὰρ ἔρχεται μόνον → Metue senectam: quippe comitata advenit → Das Alter achte, denn alleine kommt es nicht

Menander, Monostichoi, 491

Russian (Dvoretsky)

καταπεπτηώς: Hes. part. pf. 2 к καταπτήσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταπεπτηώς -υῖα -ός ptc. perf. van καταπτήσσω.