κατασπατάληση

From LSJ

νὴ Δί᾿, ὦ [[φίλος|φίλη]] [[γύναι]], [[λέγω|λέγε]] → yes, dear lady, speak → yes, dear lady, do speak up

Source

Greek Monolingual

η
αλόγιστη σπατάλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατασπαταλῶ. Η λ. μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].