καταστέριση

From LSJ

σωφροσύνης πίστην ἔχειν περί τινος → to be persuaded of one's probity

Source

Greek Monolingual

η (Α καταστέρισις) καταστερίζω
η ένταξη σε αστερισμό, η κατάταξη σε αστερισμό
νεοελλ.
η θέση τών αστέρων μεταξύ τους και το σχήμα που διαμορφώνεται από αυτούς, ο αστερισμός.